καρκινολογικός

καρκινολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρκινολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinological < carcinolog- (πρβλ. καρκινολογία) + -ical (< λατ. -icalis), που στην ελλ. αποδίδεται με την -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρκινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρκινολογία: Το νοσοκομείο αυτό είναι καρκινολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”